Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Ποιο «κράτος πρόνοιας» υπερασπιζόμαστε σήμερα;

Του Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου*

Υπάρχουν ιστορικές περίοδοι που για ποικίλους λόγους συνιστούν για τις μεταγενέστερες κοινωνίες περιόδους αναφοράς και καθοδηγητικά πρότυπα για το δικό τους μέλλον. Για τις κοινωνίες της Δύσης μια τέτοια είναι αναμφισβήτητα η λεγόμενη «χρυσή 30ετία» αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο συλλογικό φαντασιακό η περίοδος αυτή έχει εγγραφεί περίπου ως παράδεισος. Μοιάζει σαν να ήταν η εποχή που είχε κατακτήσει τη μεγαλύτερη κοινωνική ισορροπία που είχε γνωρίσει ποτέ ο πολιτισμένος κόσμος μετά από έναν παρατεταμένο Μεσαίωνα και μια γεμάτη αντιφάσεις, μέχρι τότε, νεωτερικότητα: δεν ευημερούσε μόνο η οικονομία αλλά τα αποτελέσματα αυτής της ευημερίας έφταναν να αγγίζουν το μεγαλύτερο μέρος των πληθυσμών, αμβλύνοντας τις ανισότητες και συμπεριλαμβάνοντας ακόμη και τους φτωχούς και τους αδύναμους στη μοιρασιά της πίτας. Ο μηχανισμός για την επίτευξη αυτής της ενσωμάτωσης ήταν ασφαλώς πολιτικής επινόησης και δεν ήταν άλλος από το κράτος πρόνοιας, στις διάφορες εκδοχές του στα επιμέρους εθνικά πλαίσια του δυτικού κόσμου. Οι λόγοι για την ανάγκη της επινόησης αυτής ήταν επίσης ποικίλοι και είχαν οικονομικές (νέο είδος καπιταλισμού των υπηρεσιών και της κατανάλωσης), κοινωνικές (έντονη αστικοποίηση και πίεση για ανοδική κινητικότητα), πολιτικο-ιδεολογικές (ανταγωνισμός με την εκτεταμένη προνοιακή πολιτική του κομμουνιστικού μπλοκ) κ.ά. βάσεις. Σημασία έχει ότι η λειτουργία της πολιτικής είχε πλέον αναλάβει αυτό τον ρόλο: να ενσωματώνει και να περιλαμβάνει χωρίς μείζονες αποκλεισμούς το σύνολο, ει δυνατόν, του πληθυσμού, βοηθούντος βέβαια και του πλαισίου του εθνικού κράτους, το οποίο είναι κατεξοχήν τέτοιος μηχανισμός ενσωμάτωσης. Ετσι, ακόμη και τα κινήματα αμφισβήτησης του 1968 δεν προήλθαν από τους αποκλεισμένους αλλά ίσα ίσα από τους πιο ευνοημένους του συστήματος αυτού, από τους νέους των μεσαίων στρωμάτων, των οποίων η υλική ευημερία ήταν ακριβώς που άφηνε το περιθώριο να στραφούν σε μετα-υλιστικά αιτήματα.

Επίσης για ιστορικούς λόγους, η Ελλάδα καθυστέρησε μια γενιά να στραφεί προς πολιτικές ενσωμάτωσης, αλλά εντέλει το έπραξε, αν και υιοθετώντας δικές της πρακτικές. Αφότου κατάφερε να ξεπεράσει τις φριχτές αγκυλώσεις του μετεμφυλιακού κράτους, το οποίο είχε ακριβώς βασιστεί στους πραγματικούς και συμβολικούς αποκλεισμούς μέρους του πληθυσμού με βάση πολιτικά κριτήρια, στην περίοδο της μεταπολίτευσης εδραιώθηκε ουσιαστικά ένα διακομματικό consensus ως προς την ανάγκη ενσωμάτωσης του συνόλου του πληθυσμού στην πολιτική και οικονομική πραγματικότητα της εποχής. Και παρ’ ότι είναι γεγονός ότι η ρητορική αλλά και η πρακτική αυτή αποθεώθηκε και ιδεολογικοποιήθηκε από τις πρώτες πασοκικές κυβερνήσεις κυρίως, ουδείς εκ των υπόλοιπων ανταγωνιστών τις αμφισβήτησε ουσιαστικά.

Αλλά με ποιον τρόπο επιτυγχανόταν αυτή η ενσωμάτωση; Το «κράτος πρόνοιας» εδώ δεν είχε την τυπική μορφή που ξέρουμε, ίσως δεν πρέπει καν να χρησιμοποιούμε τον όρο αυτόν για να περιγράψουμε τις λειτουργίες που επιτελούσε. Το παράδοξο είναι ότι αυτές κατάφερναν τελικά να πλησιάζουν με ανορθόδοξο τρόπο στον επιδιωκόμενο σκοπό. Χάρη στην «αγαστή» συνεργασία της πολιτικής πατρωνίας και της υπερπολιτικοποίησης της δημόσιας ζωής, το μέσο για την ενσωμάτωση αποτέλεσαν τα μαζικά πολιτικά κόμματα της περιόδου και για την επίτευξη του στόχου ο μηχανισμός του κορπορατιστικού κράτους που οικοδομήθηκε την ίδια περίοδο. Το κράτος, που μετά το ’80 έχασε οριστικά τη σχετική του αυτονομία από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα και κομματικοποιήθηκε αγρίως, ανέλαβε να επιτελέσει τη λειτουργία της ενσωμάτωσης, όχι με την κλασική αναδιανομή του πλούτου βάσει κοινωνικών κριτηρίων, αλλά με τρόπο άναρχο, ευνοιοκρατικό, υστερόβουλο, συχνά παράνομο και πάντως κοινωνικά άδικο: διορίζοντας κομματικούς στρατούς, μοιράζοντας επιδόματα και εύνοιες σε δυναμικές συντεχνίες του Δημοσίου ή σε ισχυρές κοινωνικο-επαγγελματικές ομάδες ή ακόμη και σε μεμονωμένα επιχειρηματικά συμφέροντα.

Πολλοί ήταν αναμφισβήτητα οι ευνοημένοι του παιχνιδιού αυτού, όχι αναγκαστικά μόνο οι ισχυρότεροι, καθώς ο έντονα μικροαστικός χαρακτήρας της ελληνικής κοινωνίας και η σαφής εξισωτική της τάση επέτρεψαν και στα χαμηλότερα μεσαία στρώματα να βγουν αρκετά ωφελημένα από αυτή τη συναλλαγή. Εξαιτίας, ωστόσο, του άναρχου και συγκυριακού χαρακτήρα της, η συναλλαγή αυτή προκαλούσε μεγάλες αδικίες, ιδίως για όσους δεν ήταν ενταγμένοι στο κομματικό – συντεχνιακό σύστημα. Κάπως έτσι κατέληξαν απλοί υπάλληλοι ΔΕΚΟ και κλητήρες υπουργείων να αμείβονται καλύτερα από έναν καθηγητή πανεπιστημίου ή συνταξιούχοι με ίδια εργάσιμα και παρόμοια επαγγελματικά προσόντα να απολαμβάνουν συντάξεις με διαφορά ακόμη και πάνω από 100% μεταξύ τους. Στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή την αδικία, κατέληγε το σύστημα του «κράτους πρόνοιας» όταν γινόταν εντελώς εξισωτικό, δίνοντας π.χ. το επίδομα τριτέκνων χωρίς κανένα εισοδηματικό κριτήριο ή μοιράζοντας δωρεάν το περιβόητο πανεπιστημιακό σύγγραμμα και στους φτωχούς και στους πλούσιους φοιτητές. Αυτό είναι το «κράτος πρόνοιας» που υπερασπιζόμαστε σήμερα καθώς αυτό αποσυντίθεται και το οποίο στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένας πατερναλιστικός μηχανισμός ελέγχου που παρήγαγε έντονη ευνοιοκρατία, παρασιτισμό, διαφθορά και στασιμότητα, επιτρέποντας έτσι στο πολιτικό σύστημα εξουσίας να αναπαράγεται χωρίς ιδιαίτερες ανακατατάξεις για μια 35ετία.

Συνεπώς τι είναι αυτό που πρέπει να αλλάξουμε σήμερα, σε μια φάση πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, στην οποία το ζητούμενο της ενσωμάτωσης, παρ’ ότι παραμένει κυρίαρχο, απαιτεί ταυτόχρονα νέα πολιτικά υποκείμενα και υπάγεται σε νέα κοινωνικά δεδομένα; Θα επανέλθω στο προσεχές άρθρο για το ζήτημα αυτό.



* Επίκουρος καθηγητής στο ΤΕΙ Πελοποννήσου. Διδάσκει σε ΠΜΣ του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου