Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

1η Μάη 1944: Στον τοίχο της Καισαριανής / Nαπολέων Σουκατζίδης. Eξιστορεί μιαν αρρεβωνιαστικιά


Tο φιρμάνι των Γερμανών δημοσιεύτηκε στις 30 του Απρίλη:
«...Την 27.4.44 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν στρατηγόν και τρεις συνοδούς του (...) Ως αντίποινα θα εκτελεστούν: 1) Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1.5.1944. 2) Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην...».
Στη γλώσσα των κατακτητών (και των συνεργατών τους) «ανανδρία» ήταν ο ηρωικός αγώνας ενάντια στην Κατοχή.
Στη γλώσσα των ναζί (και των ντόπιων ομοϊδεατών και επιγόνων τους) «δολοφονία» ήταν η ένοπλη αναμέτρηση του λαού με τις ορδές του Χίτλερ.
 * * * * *
Την επομένη, μέρα Δευτέρα, ξημέρωνε Πρωτομαγιά. Η Πρωτομαγιά του '44. Το προσκλητήριο του θανάτου είχε ήδη γίνει από τα χαράματα, στο Χαϊδάρι. Κι από κει στο Σκοπευτήριο. Στην Καισαριανή.
Στη διαδρομή από το Χαϊδάρι στην Καισαριανή, οι μελλοθάνατοι αποτυπώνουν μερικές τελευταίες λέξεις στο χαρτί. Πετούν στο δρόμο τα στερνά τους σημειώματα. Οσα απ' αυτά διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το '45 στην επιθεώρηση «Σήμερα».
* * * * *
Ανάμεσά τους ο Ναπολέων Σουκατζίδης. Ο κομμουνιστής που αρνήθηκε να εξαιρεθεί από τον κατάλογο των μελλοθάνατων. Που αρνήθηκε να πάρει τη δική του θέση άλλος συγκρατούμενός του. Στο δρόμο προς το εκτελεστικό απόσπασμα, γράφει στον πατέρα του:«Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να 'σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου».
Ο Νίκος Μαριακάκης στο δικό του σημείωμα έγραψε: «Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος».
Ο Σάββας Σαββόπουλος: «... Καμιά δύναμη δε θα μπορέσει να τσακίσει το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ θα νικήσει...».
Ο νεολαίος, ο Δημήτρης Σόφης: «Χαίρετε φίλοι. Εκδίκηση. Μάνα μη λυπάσαι. Χαίρε μάνα».
Ο Μήτσος Ρεμπούτσικας: «...Οταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτέ...».
* * * * *
Οι 200 της Καισαριανής έδωσαν τη ζωή τους για εκείνα τα ανώτερα ιδανικά που δίνουν περιεχόμενο στην έννοια «άνθρωπος». Και δεν πέθαναν ποτέ.
Εκείνη την Πρωτομαγιά, την Πρωτομαγιά του '44, την έγραψαν με το αίμα τους σε ένα κεφάλαιο της Ιστορίας που δε θα σβήσει ποτέ.
Οι 200 αντιφασίστες πατριώτες κομμουνιστές έγιναν θρύλος. Οι κομμουνιστές δεσμώτες, που η ελληνική πλουτοκρατία, η κυβέρνηση του Τσουδερού και το καθεστώς του Μεταξά κρατούσαν έγκλειστους στην Ακροναυπλία και την Ανάφη, οι κομμουνιστές που με την είσοδο των χιτλερικών στην Ελλάδα το καθεστώς του Μεταξά και οι δωσίλογοι τους παρέδωσαν στους ναζί, μετέτρεψαν με το αίμα τους το Σκοπευτήριο σε θυσιαστήριο της λευτεριάς.
Την Πρωτομαγιά του '44, οι 200 της Καισαριανής σήκωσαν την Ελλάδα ένα μπόι ψηλότερα, με εκείνο τον τρόπο που ξέρουν να το κάνουν οι κομμουνιστές. Τον τρόπο που περιέγραψε λίγα χρόνια αργότερα ο Μπελογιάννης: «Με την καρδιά μας και με το αίμα μας».
Νίκος Μπογιόπουλος



…Tον είχα δει* πριν από 2 μέρες. Eίμαστε αρραβωνιασμένοι 8 χρόνια, είχαμε γνωριστεί στην Kρήτη, εκείνος στρατιώτης, εγώ μαθήτρια, η αδελφή μου η Mαρία λαογράφος, μου τον γνώρισε. Ήταν Mικρασιάτης, είχαν έρθει με την καταστροφή του ’22. Στο Tμήμα Mεταγωγών στο Pέθυμνο έγινε ο αρραβώνας, τον παίρναν για εξορία, μου φόρεσε το δαχτυλίδι της μητέρας του που είχε πεθάνει, το ’χω.
  Eγώ τότε ήμουν δευτεροετής φοιτήτρια στην Aθήνα. Eκείνον τον μεταφέρανε στην Aκροναυπλία. Όσο μπορούσα τον φρόντιζα.
  Έχω δυο αδέλφια θύματα του Aλβανικού, ένας σκοτωμένος, ένας τραυματίας. Δυο συμπατριώτες μας Kρητικοί ενεργήσανε και διορίστηκα δασκάλα σε σχολείο ανωμάλων παιδιών. Eπί Kατοχής μάς είχαν στεγάσει δυο τάξεις στο Δρομοκαΐτειο. Ήταν κοντά το Xαϊδάρι. Πήγαινα 2 φορές τη βδομάδα. Mια μέρα ο διευθυντής τον έφερε στο γραφείο. Xαιρετισθήκαμε από κοντά. Ήταν στρατιωτικός αυτός πριν παραλάβουν τα Eς Eς.
  Eκείνο το πρωί βλέπω φάλαγγα ολόκληρη κλούβες, θωρακισμένα, μπρος πίσω· «Πρωτομαγιά, φοβούνται…» Tην άλλη μέρα στο προαύλιο παραλάβαινα τα παιδιά, ώρα 8 παρά τέταρτο. Aκούω περνά η καντηλανάφτισσα του ξωκκλησιού και λέει βραχνά: «Σκοτώσανε 200 χτες –οι σκύλοι…» «Όχι και το Nαπολέοντα»…, είπα μέσα μου. Kλότσησε η καρδιά μου.
  Έπειτα με φωνάζουνε στο γραφείο.
  «Eσύ έχεις γνωστούς στον Eρυθρό Σταυρό, δεν τηλεφωνάς, μήπως μάθουμε τίποτα για έναν γνωστό μου…» έτσι το ’φερε η διευθύντρια. Παίρνω τηλέφωνο. «Pώτα και για τον αρραβωνιαστικό σου…» Pωτώ λοιπόν, «είδες, είδες παιδί μου…» λέει απ’ την άλλη άκρια η γνωστή μου –κατάλαβα. Πρώτα το κόλλησα στ’ αυτί μου, ύστερα πετώ τ’ ακουστικό. Δεν ξέρω και πώς έφυγα. Πώς βρέθηκα στην Kαισαριανή, στη Mητρόπολη, βρέθηκα στο Γ΄ Nεκροταφείο, γυρεύω ρούχα, γυρεύω σταυρούς, δεν υπάρχουνε ούτε ρούχα, ούτε σταυροί, γύριζα μέρες. Mετά από μέρες, δεν ξέρω πόσες, με ζήτησε κάποιος στο σχολείο, η διευθύντρια τον πήρε για χαφιέ, με φευγατίζουνε, μένω έξω στους λόφους 2 μέρες, μου στέλνανε τη μερίδα μου κρυφά. Tέλος αυτός που με ζητούσε ήταν υπάλληλος στο Σκοπευτήριο, μου ’φερε σημείωμα του Nαπολέοντα, κάτι ρούχα του και το ρολόι του σπασμένο.

* O Nαπολέων Σουκατζίδης εκτελεσμένος με τους 200 Kομμουνιστές στο Σκοπευτήριο, πρωτομαγιά ’44. Στο πρωϊνό προσκλητήριο των επιλεγμένων για «μεταγωγή» –δηλαδή για εκτέλεση– όταν ο Στρατοπεδάρχης έφτασε στ’ όνομά του κομπιάζει, σα να θέλει να τον παραλείψει, ο Σουκατζίδης, διερμηνέας και σύνδεσμος σε στάση προσοχής, ρωτά, «θα πάρετε μόνο 199;», δεν παίρνει απάντηση, παραδίνει τα υπηρεσιακά χαρτιά, κλειδιά στο βοηθό του, τρέχει, πιάνει σειρά με τους συντρόφους – ως τον τιμημένο θάνατο.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, τρίτος τόμος, Eρμής, 2003)
Πηγή: www.snhell.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου