Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Πώς έσκασε το Αυγό, του Κώστα Χιωτέλη -ένα ζωντανό, προφορικό κείμενο για το Ηράκλειο της Νύχτας -Μέρος Β'

Η Χριστάρα ο Λιάτης, γεια μας, γαμώ την Καστοριά μας, ρεμπέτης μπουζουξής κι ασίκης, ο Λιάκος ο Κλαϊνος ο κομισάριος του μπαγλαμά, το Γιαννάκη ο Παξημαδάκης που με παρηγορούσε με το μπουζούκι του από τότε.Ο Ρασούλης έκανε αρκετές συναυλίες στο μαγαζί αλλά υπήρχαν και βράδια που με δίσκους του και το Μανόλη μέσα, γινόταν της πουτάνας το κάγκελο και να τραγουδάει όλος ο κόσμος, να χορεύει, να σπάει, ω ρε γλέντια!! Δεν γινόταν τότε σε κανένα άλλο μαγαζί αυτές οι συλλογικές εύθυμες καταστάσεις . Κάποια στιγμή παρότι είχα ένα μεγάλο πιάνο, πήρα κι ένα μικρό γιατί ο Λουκιανός ήθελε να παίζει και να βλέπει το κόσμο καταμούτσουνα, θυμάμαι αρκετούς που έπαιξαν και τραγούδησαν, τον Λιούγκο τον Κηλαϊδόνη την Τανάγρη την Γιανάτου τον Ζουράρη τον Πορτοκάλογλου, τον Χοντρονάκο, στους Χειμερινούς Κολυμβητές πλήρωσα πέρα από όλα τα άλλα και τέσσερα αεροπορικά εισιτήρια για να μεταφερθεί το μπάσο σε θέση δίπλα σε εκείνον που το έπαιζε, πλήρωνα σαν μπουνταλάς ολονώνε τα βίτσια στο όνομα τις μαχόμενης καλλιτεχνίας και της αριστερής ενοχής, τα περισσότερα ζωντανά με έβαζαν μέσα με τα τσαρούχια. 

Είχα ένα φίλο που δούλευε στον πύργο ελέγχου στο αεροδρόμιο κι έπαιζε καταπληκτικό σαξόφωνο, κάποιες βραδιές του χειμώνα έκανε πολύ κρύο αλλά αφήναμε λίγο την πόρτα ανοιχτή κι έλεγα εγώ ιστορίες κι φύσαγε έπαιζε εκείνος και γέμιζε το μαγαζί. Φανταστικά θέματα, απ’ αυτά που διάβαζα, ή πάντρευα ιστορίες από την παρανομία και έφτιαχνα αυτοσχέδια θρίλερ από φανταστικές σχέσεις , ανάλογα το κοινό που υπήρχε, αν ήταν καμιά γυναίκα που μας άρεσε κι θέλαμε να την εντυπωσιάσουμε δίναμε τα ρέστα μας, διεκδικούσαμε με απληστία την απόλαυση της ζωής Γίνονταν καταπληκτικά πράγματα, που τα δημιουργούσε κυρίως η αυτενέργεια και το καβλώνιο των θαμώνων.



Η φιλοσοφία
Η ιδέα να γράφω συνθήματα στους εσωτερικούς τοίχους του μαγαζιού ήταν κάτι καινούριο και πρωτότυπο, ούτε στην Αθήνα ούτε πουθενά δεν υπήρχε τότε μαγαζί με συνθήματα και φιλοσοφικούς στοχασμούς (του Ρεμπώ, του Μπωντλέρ, του Λάο Τσε) πάνω στους τοίχους σαν διακόσμηση.

Το αβγό νίκησε την μοναξιά της μεταχρονολογημένης εφηβείας μου κι οι εμπειρία του γέμισε το στομάχι του μυαλού μου κι με έκανε μηρυκαστή και νοσταλγό.
Ακόμα θυμάμαι τον στίχο του Σάρλ που δέσποζε χρόνια μες στο χώρο, (στην αγαπημένη, την πανέμορφη, που την καρδιά μου, γεμίζει με φως, στο είδωλο το αθάνατο) Ζούσαμε για τον νταλκά και την καύλα της ζωής, ήταν ένας χώρος που υμνούσε τη ζωή και το κάθε μέρα, ευχαριστιόμασταν που ζούσαμε, τη βρίσκαμε, θεωρούσαμε τη ζωή χάρισμα - δώρο. Όλες μας η φιλοσοφίες ό,τι μας έκανε εντύπωση το βάζαμε σ’ ένα ταμπλό, αφίσες, συμβολικές φωτογραφίες, το ροκ, τα λαϊκά, το ρεμπέτικο, τα βιβλία, δημιουργούσαν μια πρωτόγνωρα ευχάριστη κατάσταση, ήταν για όλους μας ένα καταφύγιο γλεντιού και διασκέδασης. Κάποιες χρονιές είχε και πολλή δουλειά έφτασε να έχει προσωπικό διψήφιο αριθμό , δηλαδή μιλάμε για τρελοκομείο, όπου βέβαια τα είχα ψιλοπαίξει από τα πολλά ξίδια, γι’ αυτό δεν έβγαλα και φράγκο. Υπήρχε γενικά μια σπατάλη, μια πλήρης αταξία, αυτό καλλιεργούσε ένα κλίμα ότι εδώ είναι μια ελεύθερη ζώνη, ναι μεν, κάτι δίνουμε, αλλά εδώ είναι και λίγο κωλοχανείο, σε σύγκριση με τις κανονικοποιημένες σχέσεις που υπήρχαν στα άλλα μαγαζιά, άρτζι μπούρτζι κι ο λουλάς ήτανε, πολύς κόσμος που ερχότανε έλεγε «γράφτα» ή ήτανε φίλος του τάδε, του προσωπικού, «πάρε αυτά που έχω και βλέπουμε», δεν έλεγχα, δεν με άφηνε η ενοχή, αριστερός στη πράξη και εργοδότης δεν τσουρλά, σα μια κουτσή αυτοδιευθυνόμενη κοινότητα έμοιαζε. Πληρώνανε βέβαια, κατά καιρούς έβγαλα και λεφτά, αλλά τις πιο πολλές φορές ήμουνα μέσα, πάντα χρωστούσα, ποτέ δεν καβάτζωσα κάτι. Αυτό που κατάφερα, ήταν να κάνω κάμποσα ταξίδια , από περιέργεια η για λόγους αλληλεγγύης κατά τ’ άλλα, επιβίωνα, όταν το έκλεισα, μετά από 20 χρόνια, αναγκάστηκα να πουλήσω και το σπίτι της μάνας μου, εκεί, που έμενα, για να ξοφλήσω ένα μέρος μόνο των χρεών που είχαν συσσωρευτεί.

Χιωτέλης Κώστας άνοιξη του 2013

1 σχόλιο:

  1. Πράγματι το ΑΥΓΟ, είταν ενα στέκι πολιτισμού πολλώ λογιώ, που λέγανε και οι παλαιότεροι που τώρα εμεις αντικαθιστούμε ελλείψει παλαιοτέρων...,για τα δεδομένα της Κρήτης, αλλά και όλης της πρός ''απελευθέρωση''τότε Ελλάδας...άλλο αν αυτή έμεινε στα μισά, γιατί καταπλακωθήκαμε απο τα υλικά''αγαθά'' των άπληστων...

    ΑπάντησηΔιαγραφή