Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Από την “Νέα Χώρα” της ξενιτιάς, στου παιχνιδιού την Ουτοπία

Μεγάλο Σάββατο και Κυριακή του Πάσχα: να ένας ωραίος τρόπος να περάσει κανείς αυτές τις γεμάτες νόημα μέρες, για όσους και όσο το συμμερίζονται, για όλους εν πάση περιπτώσει. «Ξενάκια εισί…» για να μείνουμε κοντά στα του Ευαγγελίου. Παιδάκια είναι, ας τα κάνουμε να χαρούν. Είναι τα παιδιά που έχουν μείνει ακόμη στα Χανιά από την καραβιά προσφύγων που έφτασε εδώ στην αρχή του μήνα. Από στέγη και φαγητό κάτι βρίσκεται, μέρα τη μέρα, μέσα από την αγωνία και την αλληλεγγύη. Τα παιδιά μπαινοβγαίνουν στους κοινόχρηστους χώρους του ξενοδοχείου που τους παραχωρήθηκε, φαίνεται να βαριούνται. Ανάγκη για παιχνίδι πάντα υπάρχει.
Δε χρειάζονται ούτε καλέσματα ούτε παροτρύνσεις. Τα παιδιά έρχονται από μόνα τους, σιγά-σιγά, προσεκτικά, αλλά με μια δίψα ολοφάνερη. Μας συστήνονται, λέγοντας όνομα κι ηλικία. Ηλικία γιατί; Πόσες φορές θα ερωτηθούν πια αυτά τα παιδιά για την ηλικία τους, πόσες φορές θα τη δηλώσουν, μέχρι να καταλάβουν οι ενήλικες φρουροί συνόρων, τόπων, τοπίων, ότι… είναι παιδιά; Ήταν, τέλος πάντων, ολοφάνερο ;-).



Την πρώτη μέρα ζωγραφίζουμε, λοιπόν, ο καθένας μόνος του, ο ένας με τον άλλο, και όλοι μαζί. Δυο-τρεις κουβέντες από μας, κι αναλαμβάνουν τα ίδια τα παιδιά, το τι και πως. Τους λείπει ο τόπος τους, ζωγραφίζουν σπίτια και σημαίες από εκεί, πεταλούδες, όμορφα κορίτσια, αστείες στιγμές αλλά και πολλά καράβια, θάλασσες με κύματα. Ο Α. παράμερα ζωγραφίζει τανκς, όχι όμως με τις εξωφρενικές τεχνολογίες και τα εντυπωσιακά υπερόπλα όπως στις ζωγραφιές των παιδιών που ευτυχώς έχουν δει τον πόλεμο μόνο από την οθόνη. Με ανατριχιαστική προσήλωση και επιμέλεια, φτιάχνει μια πυκνή παράταξη πανομοιότυπων αρμάτων, μονοκόμματων, άσχημων κι αδιάψευστα φονικών, που καλύπτουν το χαρτί, κλείνοντας ορμητικά τον ορίζοντα της ζωγραφιάς, της ίδιας της ζωής.


Μέσα από τα μάτια και τα χέρια ενός παιδιού, μια πραγματική, πολύ τρομαχτική εικόνα, από έναν πραγματικό, πολύ τραυματικό κι ολέθριο για τα παιδιά πόλεμο.



Μετά, έξω στο πεζοδρόμιο, παίζουμε ένα παιχνίδι που τα παιδιά τόσο το αγάπησαν, ώστε το οικειοποιήθηκαν, το έκαναν σύνθημα κι αστείο, το παράλλαξαν, τό’ φεραν στα μέτρα τους, το μετέφεραν στην παραλία, σχεδόν μέσα στην θάλασσα, κι αν δεν ερχόταν η ώρα του φαγητού, ακόμα το παιχνίδι θα παιζότανε και θα ομόρφαινε.


Οι γονείς κι οι συνοδοιπόροι της καραβιάς παρακολουθούν, γελώντας και συμμετέχοντας, μας σκουντάνε στον ώμο κι ακουμπούν το χέρι στο μέρος της καρδιάς.
Τη δεύτερη μέρα φέραμε κούκλες και φτιάξαμε μια μικρή σκηνή κουκλοθεάτρου, αξιοποιώντας και τις ζωγραφιές της προηγούμενης μέρας.


Δυο στοιχειώδεις οδηγίες, και πάλι πήρε μπρος, η πρωτοβουλία και η συλλογικότητα. Τα παιδιά, φανερώνοντας μια πηγαία ικανότητα για αφήγηση και ακρόαση, έφτιαξαν δυο ωραίες ιστορίες και τις έκαναν παράσταση: μια αστεία, με πέντε κορίτσια που έχασαν τη γάτα τους και την ψάχνουν… μια περιπετειώδη, με ένα αγόρι που ψάχνει κάποιον δικό του, και κινδυνεύει να τον φάει ένας καρχαρίας…



Και πάλι έξω, στην παραλία της Νέας Χώρας, χωροθετούμε έναν τόπο παιχνιδιού, ανοιχτό, χαρούμενο. Παίζουν τα παιδιά όλοι μαζί και παρασέρνουν στο παιχνίδι και κάμποσους από τους ενήλικες. Πολλά παιχνίδια στη σειρά, προσχεδιασμένα και αυτοσχέδια, η παραλία των παιδικών χρόνων ορισμένων από μας σκάβεται σε μεγάλο της μήκος από παιδικά βήματα, γεμίζει νέες δυνατότητες.



Τα παιδιά ήταν πρόθυμα να μοιραστούν, να συνεργαστούν, να συντονιστούν, να συμμετέχουν, να συμπεριλάβουν, να βοηθήσουν το ένα το άλλο, πρόθυμα να μας καλοκαρδίσουν, έτοιμα να ξεκαρδιστούν. Πολλά γέλια, αλλά και μια αίσθηση σοβαρότητας. 



Το παιχνίδι, άλλωστε, ως γνωστόν δεν είναι για γέλια, και τα παιδιά έκαναν κάτι εξαιρετικό: ύφαναν ένα αδιόρατο, προστατευτικό πέπλο πάνω από το κοινό τους παιχνίδι, κανείς να μην το χαλάσει, τίποτα να μην το σκιάξει.




Τα παιδιά με τα οποία βρεθήκαμε είναι παιδιά που δεν ζητούν, αλλά συζητούν, μεταξύ τους κι με μας. Η ομαδικότητα δε χρειάστηκε κανόνες και όρια για να λειτουργήσει. Δε θέλουν να τους χαρίσουμε κάτι, ούτε όταν τους δίνουμε κάτι μας ζητούν περισσότερο. 


Παρά το γλωσσικό φράγμα, μερικότερο ή συνολικότερο, τα παιδάκια είναι απολύτως συνεννοήσιμα, εμφανώς «καλής ανατροφής», για να αποδώσουμε τον χαρακτηρισμό σε αυτούς που τον αξίζουν. Κανένα δε θέλει να ξεχωρίσει για λόγους εγωισμού, να εκβιάσει την προσοχή. Παιδάκια γλυκά και τρυφερά, κι άλλο τόσο συνετά και περήφανα.
Κι αν τα ανέθρεψε ο πόλεμος, η απώλεια κι η κακουχία; Το τραύμα, η φρίκη, όχι, δεν είναι ασυμβίβαστες με τη δύναμη και την αξιοπρέπεια των προσώπων. Οι εφιάλτες είναι η σκιά που πέφτει από την προσωρινή έκλειψη των ονείρων, αλλά τα όνειρα δε δύουν ποτέ. Η ωριμότητα και η παιδική αθωότητα είναι ψεύτικα σχήματα που δε χωρούν να περιγράψουν την πολυπλοκότητα του αναπτυσσόμενου κι αγωνιζόμενου ανθρώπου. Δεν είναι τα παιδιά – θύματα των πολέμων και της προσφυγιάς τα ανερμάτιστα δοχεία μιας απόλυτης αδυναμίας, ούτε, όμως, σκληρυμένες κι απαθείς μηχανές επιβίωσης. Είναι δοκιμασμένοι και δοκιμαζόμενοι αγωνιστές, και τις σκληρές και άδικες δοκιμασίες που υφίστανται θα πρέπει να πολεμήσουμε.
Μας φέρνουν αυτά τα παιδιά και κατά μέτωπον με ερωτήσεις, ας τις δούμε ως υποσχέσεις, μιας παροδικής συνάντησης με τα συγκεκριμένα παιδιά, αλλά και μιας μόνιμης συνοδοιπορίας της αλληλεγγύης. Πάνω σε ποιες βεβαιότητες έχουν σκεφτεί οι ενήλικες, η κοινωνία, τα παιδιά και την παιδική ηλικία; Τι σημαίνει να βρισκόμαστε ως κοινωνία κοντά στα παιδιά, όταν, αυτά τα παιδιά (που μπορεί να είναι και δικά μας) δεν είναι τα παιδιά μιας ανέφελης κανονικότητας; Πώς θα πρέπει να οργανώσουμε ισότιμους και πλήρεις τρόπους και τόπους στήριξης – χρηματικής, υλικοτεχνικής, νομικής, υγειογενετικής, ψυχολογικής, παιδαγωγικής, δημιουργικής, κι ό,τι άλλο – για όλα τα παιδιά, σε όλες τις συνθήκες, με βάση όχι την ψευδεπίγραφη κι ανέφικτη για τους πολλούς κανονικότητα, της οποίας υποτίθεται οι πρόσφυγες είναι η εξαίρεση, αλλά με προσανατολισμό την κανονική πια συχνότητα και τη μεγάλη ένταση με την οποία αναγκεμένοι άνθρωποι χτυπάμε ο ένας την πόρτα του άλλου;

Μια παρέα από το Φόρουμ Μεταναστών Κρήτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου