Σε μια χώρα όπου θεωρείται ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος ποιητής,
ο Στέλιος Ράμφος φιλόσοφος, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος διανοούμενος, ο Πάσχος
Μανδραβέλης δημοσιογράφος, η Λιάνα Κανέλλη κομμουνίστρια, ο Γιώργος Καμίνης
δήμαρχος, ο Άδωνις Γεωργιάδης υπουργός, η Νέα Δημοκρατία φιλελεύθερο κόμμα και
τα αλισβερίσια με την τρόικα διαπραγματεύσεις, θα ερχόταν κάποτε η στιγμή που
και ο Σταύρος Θεοδωράκης θα θεωρούνταν πολιτικός ρυθμιστής των εκλογών…
Ο όποιος αφορισμός εδώ δεν αφορά ούτε τα πρόσωπα αυτά
καθαυτά ούτε το επαγγελματικό ή ιδεολογικό σημαίνον με το οποίο συμμετέχουν
στον κοινωνικό στίβο. Αφορά το τρόπο με τον οποίο σε συνθήκες γενικευμένης
κρίσης δημόσια πρόσωπα και ομάδες ευθυγραμμίζονται με εξουσιαστικά πρότυπα και
ορίζουν το αυτονόητο μέτρο εντός της. Αφορά, για παράδειγμα, την αξιολόγηση του
περάσματος από το αυτονόητο των συμβολισμών του Βιβλιοπωλείου της Εστίας ως
πολιτιστικού θεμέλιου στο αυτονόητο των συμβολισμών του Free Thinking Zone ως
βιβλιοπωλείου/think tank. Από το αυτονόητο η Καθημερινή να δημοσιεύει
επτά χρόνια πριν άρθρο με τίτλο «Χορεύοντας με την ακροδεξιά» (14/10/2007),
όπου «τέσσερα στελέχη με φαιά δράση όχι μόνο απέκτησαν βήμα στη Βουλή αλλά
απειλούν να “χρωματίσουν” το κόμμα του ΛΑΟΣ», στο αυτονόητο δύο εκ των στελεχών
αυτών να θεωρούνται σήμερα εγγυητές των μεταρρυθμίσεων που θεμελίωσε η
κυβερνητική συνεργασία του πρώην αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
με τον Γιώργο Καρατζαφέρη.
Με αφετηρία τα πρόσωπα, τα ερωτήματα πληθαίνουν. Πώς θα
αντιμετωπιστούν από τον τον γερμανό σοσιαλδημοκράτη Μάρτιν Σουλτς, εκλεκτό του
ΔΟΛ και του Ευάγγελου Βενιζέλου, οι λαϊκιστές της νέας ευρωπαϊκής ακροδεξιάς
στις επικείμενες ευρωεκλογές, όταν έχουν συγκυβερνήσει φερειπείν με τους
σοσιαλδημοκράτες και τους φιλελεύθερους στη δανείστρια Ολλανδία – πέμπτη
μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης; Πώς γίνεται ο ΣΥΡΙΖΑ να κατηγορείται ότι
δεν έχει πολιτικό πρόγραμμα και την ιδια στιγμή να αποθεώνεται το ρυάκι του
Σταύρου Θεοδωράκη ως ανανεωτική δύναμη της κεντροαριστεράς; Πόσο αυτονόητο
είναι να δηλώνει ως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ ο Μάκης Βορίδης ότι «η
κυβέρνηση πηγαίνει στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα ισχυρότερη από ποτέ»; (Καθημερινή, 11/11/2013).
Άραγε, η κυβέρνηση πηγαίνει στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, ισχυρότερη από
ποτέ; Ή η κυβέρνηση πηγαίνει στις διαπραγματεύσεις, με την τρόικα
ισχυρότερη από ποτέ;
«Τι θα είχε συμβεί στην Ελλάδα αν ο βασιλιάς Παύλος δεν είχε
προσβληθεί από μία επιθετική μορφή καρκίνου στο στομάχι και δεν πέθαινε πρόωρα
πριν από ακριβώς 50 χρόνια;» (Καθημερινή, «Παύλος, ο βασιλιάς πίσω από τους
μύθους», 9/3/2014) Τη στιγμή που οι Βρυξέλλες διακηρύττουν πως η Ελλάδα θα
αποδεσμευτεί σε 50 χρόνια από τον εναγκαλισμό των μνημονιακών χρεών, ένα
κομμάτι του κατεστημένου συναρπάζεται με την αποκατάσταση του βίου και της
πολιτείας ενός μονάρχη του ’50, που αν δεν πέθαινε πρόωρα δεν θα είχαμε χούντα
(αλλά πιθανόν να είχαμε Γεώργιο Παπαδόπουλο υπουργό Υγείας να συζητά με τον
Μίλτον Φρίντμαν για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη ο τόπος). Εν
τέλει, από πότε το μέτρο του πολιτικού πολιτισμού απέναντι στα πολιτικά πάθη
ορίζεται με βάση το βαθμό έλξης για την Ελλάδα του παλατιού, του σταυλάρχη και
των κυριών της αυλής; Άραγε, θα ήμασταν άδικοι αν λέγαμε πως το λεγόμενο
συνταγματικό τόξο αντιλαμβάνεται τη συμμετοχή του στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι ως
μοντέλο που ποζάρει για τις Meninas του Βελάσκεθ, τη στιγμή που η χώρα έχει
ανάγκη όχι από μοντέλα αλλά από ιδιοφυϊα;
Χθες οι Atenistas, αύριο το Ποτάμι, οι σχηματισμοί του νέου
παραδείγματος λειτουργούν σαν γομολάστιχα της ακροδεξιάς κασετίνας που σβήνει
τα ορθογραφικά λάθη της μεταπολιτευτικής αφήγησης και προβάλλει στη θέση του
πολιτικού μια ανούσια καλλιγραφία. Το μνημόνιο λειτουργεί σαν αγκαλιά για το
ετερόκλητο πλήθος όλων όσοι ασφυκτιούσαν στη Μεταπολίτευση (όχι γιατί δεν είχαν
προνομιακή πρόσβαση στο κράτος – ανέκαθεν είχαν, αλλά γιατί ποτέ δεν χώνεψαν
ότι αυτή θα έπρεπε να την μοιραστούν με την πλέμπα) και φέρνει στην ίδια πλευρά
του τραπεζικού γκισέ ακροδεξιούς τηλεκήρυκες και νεοφιλελεύθερους τεχνοκράτες.
Αποδεικνύει, βέβαια, για άλλη μια φορά πως οι δύο αυτές κατηγορίες δεν έχουν
ουσιαστικές διαφορές. Αν, όμως, σε συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης, η Αριστερά
αρκεστεί μόνο στην καταγγελία της παραπάνω ταυτότητας των άλλων, τότε θα έχει
χάσει το αυτονόητο μέτρο εντός της κοινωνίας.
Σε μια χώρα όπου θεωρείται μεταρρύθμιση η φυσική εξόντωση
των αρρώστων και το αυτονόητο ορίζεται από αυτούς τους ποιητές, αυτούς τους
φιλόσοφους, αυτούς τους διανοούμενους, αυτούς τους δημοσιογράφους, αυτούς τους
κομμουνιστές, αυτούς τους δημάρχους, αυτούς τους υπουργούς, αυτούς τους
φιλελεύθερους, αυτούς τους διαπραγματευτές, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μία επιλογή: να μην
θεωρείται ριζοσπαστικό κόμμα· να είναι. Και ίσως τότε καταφέρει να κυβερνήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου